ξερικός

ξερικός
η , ό
1) засушливый, неорошаемый; 2) засухоустойчивый, не требующий поливки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξερικός" в других словарях:

  • ξερικός — ή, ό [ξερός] 1. (για γεωργική έκταση) αυτός που δεν αρδεύεται απευθείας από πηγαία νερά 2. (για φυτά και γεωργικά προϊόντα) αυτός που αναπτύσσεται χωρίς να ποτίζεται, που δεν χρειάζεται πότισμα, σε αντιδιαστολή με τον ποτιστικό («ξερικά φασόλια») …   Dictionary of Greek

  • ξερικός — ή, ό για φυτά, αυτός που γίνεται χωρίς πότισμα: Ξερικές ντομάτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»